- πολυτάλαντος
- -η, -ο / πολυτάλαντος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτοςνεοελλ.αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντααρχ.1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος («πολυτάλαντος λίθος», Αλκίφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τάλαντον (πρβλ. δεκα-τάλαντος].
Dictionary of Greek. 2013.